- ραχούλα
- η небольшой склон, косогор
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ραχούλα — Oνομασία 4 οικισμών. 1. Μικρός ορεινός οικισμός (υψόμ. 1060 μ.), στην πρώην επαρχία Δωδώνης του νομού Ιωαννίνων. Υπάγεται διοικητικά στην κοινότητα Μικρού Περιστερίου. 2. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 340 μ.), στην πρώην επαρχία Καρδίτσας του… … Dictionary of Greek
ραχούλα — η μικρή ράχη, κυρίως βουνού … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Φλωράκης, Χαρίλαος — (Ραχούλα Καρδίτσας 1914). Πολιτικός, επίτιμος πρόεδρος του KKE. Τελείωσε την επαγγελματική σχολή των Tαχυδρομείων, Tηλεγράφων, Tηλεφώνων και έπειτα, τηλεγραφητής τότε, φοίτησε στη νομική σχολή του Πανεπιστημίου της Αθήνας. Από νωρίς εντάχθηκε στο … Dictionary of Greek
κοντορ(ρ)αχούλα — η κοντή ραχούλα, χαμηλή ράχη βουνού. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοντ(ο) * + ραχούλα] … Dictionary of Greek
Karditsa — Gemeinde Karditsa Δήμος Καρδίτσας (Καρδίτσα) … Deutsch Wikipedia
Larisa — Gemeinde Larisa Δήμος Λαρισαίων (Λάρισα) … Deutsch Wikipedia
Metsovo — Gemeinde Metsovo Δήμος Μετσόβου (Μέτσοβο) … Deutsch Wikipedia
ραχίον — τὸ, Μ [ῥάχις] μικρή ράχη, ραχούλα … Dictionary of Greek
ραχώνι — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 140 μ.), στην πρώην επαρχία Θάσου του νομού Καβάλας. Είναι έδρα της ομώνυμης κοινότητας (29 τ. χλμ.), στην οποία ανήκουν και άλλοι τρεις μικρότεροι οικισμοί, ο Άγιος Γεώργιος (υψόμ. 110 μ.), η Σκάλα Ραχωνίου (υψόμ. 5 μ.)… … Dictionary of Greek
ροβολώ — άω, Ν 1. κατεβαίνω γοργά από ύψωμα (α. «βλαχούλα ν εροβόλαγε από ψηλή ραχούλα», δημ. τραγούδι β. «και ροβολούν κατάραχα τ αρνιά γκρεμούς και πλάγια», Γρυπάρ.) 2. εφορμώ ακάθεκτος εναντίον αντιπάλου που βρίσκεται σε χαμηλότερη θέση από τη δική μου … Dictionary of Greek
Βούδας — (Buddha). Με το όνομα αυτό αναφέρονται στις ινδικές παραδόσεις ξεχωριστά άτομα, τα οποία, αφού έχουν πετύχει την υπέρτατη πνευματική φώτιση (βόδα), αναλαμβάνουν την υποχρέωση να μεταδώσουν στην ανθρωπότητα τη διδασκαλία για τη σωτηρία της (βούδας … Dictionary of Greek